τερατουργία

τερατουργία
η, ΝΑ [τερατουργός]
νεοελλ.
τερατώδης πράξη, τερατούργημα
αρχ.
1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία
2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων
3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για καθετί το παράξενο
4. η χρησιμοποίηση μαγικών τεχνασμάτων, αγυρτεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τερατουργία — τερατουργίᾱ , τερατουργία working of wonders fem nom/voc/acc dual τερατουργίᾱ , τερατουργία working of wonders fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργίας — τερατουργίᾱς , τερατουργία working of wonders fem acc pl τερατουργίᾱς , τερατουργία working of wonders fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργίαι — τερατουργία working of wonders fem nom/voc pl τερατουργίᾱͅ , τερατουργία working of wonders fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργίαν — τερατουργίᾱν , τερατουργία working of wonders fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργίαις — τερατουργία working of wonders fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՐՈՒԵՍՏԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0372 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. τερατουργία opus prodigiosum Գործ ճարտար կամ հիացուցիչ. *Տեսանէի զպարունակեալ արուեստագործութիւնն. Պիտ.: *Զիա՞րդ կերակրոց եւ ըմպելեաց ընդհատումն եւ բախումն գործեսցէ առանց որովայնի, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”