- τερατουργία
- η, ΝΑ [τερατουργός]νεοελλ.τερατώδης πράξη, τερατούργημααρχ.1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για καθετί το παράξενο4. η χρησιμοποίηση μαγικών τεχνασμάτων, αγυρτεία.
Dictionary of Greek. 2013.